-
1 λοχίτης
λοχίτης, ὁ, 1) im Hinterhalt liegend, auflauernd, VLL. – 2) der von demselben λόχος ist, Mitsoldat, Gefährte; Aesch. Ag. 1634; εἰ ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ Ch. 757; πολλοὺς ἔχων λοχίτας Soph. O. R. 751; Xen. u. A. – Bei D. Hal. 4, 20 ist λοχῖτις ἐκκλησία = comitia centuriata.
-
2 λοχίτης
λοχίτης, ὁ, (1) im Hinterhalt liegend, auflauernd. (2) der von demselben λόχος ist, Mitsoldat, Gefährte; λοχῖτις ἐκκλησία = comitia centuriata
См. также в других словарях:
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek
λοχίτης — λοχίτης, ου, θηλ. λοχῑτις (AM) [λόχος] αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῑς λοχίταις», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ»,… … Dictionary of Greek